χασεδένιος

χασεδένιος
α, ο сделанный из бельевой ткани

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "χασεδένιος" в других словарях:

  • χασεδένιος — ια, ιο, Ν φτειαγμένος από χασέ («χασεδένια ασπρόρουχα»). [ΕΤΥΜΟΛ. < χασέδ ες, πληθ. τής λ. χασές + κατάλ. ένιος (πρβλ. μενεξεδ ένιος, τενεκεδ ένιος)] …   Dictionary of Greek

  • χασεδένιος, -ια, -ιο — αυτός που κατασκευάζεται από χασέ: Έχει χασεδένια σεντόνια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»